Σε κάθε σύγχρονη μεγαλούπολη επιβάλλεται να υπάρχει ένα Σύστημα Διαχείρισης της Κυκλοφορίας, προκειμένου να αντιμετωπίζονται ζητήματα κυκλοφοριακής φύσεως που ανακύπτουν σε καθημερινή βάση, καθώς και χρόνια κυκλοφοριακά ζητήματα που υφίστανται και τα οποία δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποσπασματικά. Σε ένα Κέντρο Διαχείρισης της Κυκλοφορίας υπάρχει η δυνατότητα να γίνει μια συστηματική παρατήρηση με σκοπό να αναζητηθούν τα αίτια που δημιουργούν κυρίως τα χρόνια αλλά και κάποια από τα καθημερινά κυκλοφοριακά προβλήματα και στη συνέχεια να σχεδιαστούν στρατηγικές για να μπορέσουν να αντιμετωπιστούν.
Στα πλαίσια της προετοιμασίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, δημιουργήθηκε στην Αθήνα ένα τέτοιο Σύστημα Διαχείρισης της Κυκλοφορίας, το οποίο παραμένει εν λειτουργία, εξελίσσεται και έχει μπει στη συνείδηση των μετακινούμενων ως ένα χρήσιμο εργαλείο κυρίως λόγω των 24 Πινακίδων Μεταβλητών Μηνυμάτων (ΠΜΜ), μέσω των οποίων μεταδίδονται σε πραγματικό χρόνο πληροφορίες σχετικά με την κυκλοφορία (χρόνοι διαδρομής, συμβάντα κλπ.) (Σχήμα 1). Επιπλέον, στην παρούσα φάση στο Κέντρο Διαχείρισης της Κυκλοφορίας της Αθήνας, έχει αναπτυχθεί μια πολύ σοβαρή δραστηριότητα που έχει ως σκοπό την αντιμετώπιση χρόνιων κυκλοφοριακών προβλημάτων, μέσω επεμβάσεων στη Φωτεινή Σηματοδότηση.
Γενικότερα, η κατανόηση του τι πραγματικά είναι ένα Σύστημα Διαχείρισης Κυκλοφορίας, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο δόμησης αυτού. Ένα σύστημα διαχείρισης κυκλοφορίας αποτελείται από τρία επίπεδα δράσεων (ανίχνευση, επαλήθευση, απόκριση) και από τον απαιτούμενο εξοπλισμό που σκοπό έχει να εξυπηρετήσει αυτές τις δράσεις.
Το πρώτο επίπεδο δράσεων αφορά στις ανιχνεύσεις. Ένα Κέντρο Διαχείρισης Κυκλοφορίας πρέπει να διαθέτει εξοπλισμό για αυτοματοποιημένη ανίχνευση της κυκλοφορίας όπως είναι οι επαγωγικοί βρόχοι, τα video detection (VD), ή πλέον το Bluetooth και άλλες σύγχρονοι μέθοδοι που αρχίζουν να εφαρμόζονται λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας (Σχήμα 2). Αναλυτικότερα, οι πάσης φύσεως μετρητές οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο οδικό δίκτυο μεταφέρουν πληροφορία σε κάποιον υπολογιστή. Η επεξεργασία και αξιοποίηση αυτής της πληροφορίας γίνεται μέσω αλγορίθμων με σκοπό την ανάδειξη κάποιων πρώτων συμπερασμάτων.
Το δεύτερο επίπεδο είναι το επίπεδο της επαλήθευσης όσων ανιχνεύτηκαν αυτόματα. Προκειμένου η αξιοπιστία των πληροφοριών που θα διαχυθούν σε ένα ευρύ κοινό να είναι υψηλή παρεμβάλλεται ένα επίπεδο επαλήθευσης, όπου ο ανθρώπινος παράγοντας (χειριστές, συγκοινωνιολόγοι κλπ.) εξετάζει με χρήση καμερών ή και με αναζήτηση πληροφοριών από άλλους φορείς (Τροχαία κλπ.) τα όποια αποτελέσματα έδωσε αυτοματοποιημένα το σύστημα στο πρώτο επίπεδο δράσης, πριν τα μεταδώσει σαν πληροφορία στους πολίτες.
Αφού επαληθευτούν τα συμπεράσματα του υπολογιστή μέσω του ανθρώπινου παράγοντα, στο δεύτερο επίπεδο, τότε προχωράμε σε ένα τρίτο επίπεδο το οποίο έχει να κάνει με την επαφή του Κέντρου Διαχείρισης της Κυκλοφορίας με τους πολίτες και είναι η απόκριση. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας απόκριση εννοούμε τη διάχυση της πληροφορίας, την ενημέρωση του κοινού, την ανάληψη δράσεων για την αντιμετώπιση συμβάντων κλπ. Αυτό γίνεται απευθείας από το ΚΔΚ μέσω των ΠΜΜ. Τα μηνύματα που εμφανίζονται στις ΠΜΜ μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες με βάση το περιεχόμενο τους. Η πρώτη κατηγορία αφορά σε χρόνους διαδρομής (από τις ΠΜΜ έως σημεία μέσα στην πόλη που είθισται να κινούνται οι οδηγοί), οι οποίοι έχουν ελεγχθεί δειγματοληπτικά μέσω των χειριστών και των καμερών. Η δεύτερη κατηγορία αφορά σε γεγονότα που είτε έχουν προκύψει έκτακτα είτε είναι προγραμματισμένα (π.χ. τροχαία ατυχήματα, πορείες, αγώνες δρόμου). Η τελευταία κατηγορία αφορά σε χρηστικά μηνύματα (amber alert). Πέραν των παραπάνω, η απόκριση αφορά και στην ενημέρωση αρμοδίων φορέων για την αντιμετώπιση των συμβάντων, όπως είναι η Τροχαία ή η Πυροσβεστική και το ΕΚΑΒ, καθώς και σε επεμβάσεις στη Φωτεινή Σηματοδότηση σε περίπτωση ανάδειξης μέσω του συστήματος (μετρήσεις, κάμερες κλπ) συστηματικών προβλημάτων στην κυκλοφορία. Σε απρόοπτες περιστάσεις στο παρελθόν, όπου προέκυψε η ανάγκη κλεισίματος κύριου δρόμου του οδικού δικτύου εκπονήθηκαν από τον αρμόδιο συγκοινωνιολόγο έκτακτα προγράμματα τα οποία τροφοδοτήθηκαν στο σύστημα και τέθηκαν σε εφαρμογή άμεσα.